- ἡμικυλίνδρου
- ἡμικύλινδροςhalf-cylindermasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημικυλινδρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ημικύλινδρο 2. αυτός που έχει σχήμα ή μορφή ημικυλίνδρου … Dictionary of Greek
πάπυροι μαθηματικού — Μαθηματικά έργα της αρχαίας Αιγύπτου, που διασώθηκαν. Χρονολογούνται από την περίοδο της Μεσοβασιλείας (21ος αι. 18ος αι. π.Χ.). Οι περιφημότεροι π.μ. είναι ο πάπυρος Rhind (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο) και ο πάπυρος Μόσχας (Μουσείο Καλών Τεχνών Α … Dictionary of Greek